ιέρακας

ιέρακας
ιέρακας, ο και γέρακας, ο
1. (ζωολ.), το γεράκι.
2. μτφ., άνθρωπος με δυνατή όραση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιέρακας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα …   Dictionary of Greek

  • Ἱέρακας — Ἵεραξ masc acc pl Ἱέραξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱέρακας — ἱέρᾱκας , ἱέραξ hawk masc acc pl ἱ̱έρακας , ἱεράζω serve as priest perf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACCEPTOR — vox Latio veteri cognita, teste Sosipatrô l. 10. in usum dein revocata a Scriptoribus medii aevi et in LL. antiquis frequens: in Salica tit. 7. §. 1. 2. 3. Burgund. add. 1. c. 11. Longobard. tit. 104. §. 18. 19. 20. etc. accipitrem notat. qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ACCIPITER — apud Aegyptios venti fuit symbolum, teste Orô l. 2. c. 15. ob summam volatus eius celeritatem, quâ id imprimis accipittum genus, quod a palumbis necandis φαςςοφόνον vocatur, praestat, ut Porphyrius docet de abstinent. l. 3. Victoriae item, uti et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”